Όλες οι ειδήσεις της Πτολεμαΐδας αλλά και της Δυτικής Μακεδονίας με ένα κλικ! Ενημερωθείτε πρώτοι για τα νέα της περιοχής μας. Γιατί υπεύθυνος πολίτης είναι ο ενημερωμένος πολίτης... Στείλτε μας τις καταγγελίες ή απλώς τις γνώμες σας στο email kailarianews@hotmail.com

Γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις

Ο,τι προβλήθηκε τα τελευταία χρόνια ως μεταρρύθμιση (Παιδεία, Ασφαλιστικό) συνάντησε την αντίδραση και την άρνηση. Η αντίδραση δεν ήταν μόνο από την πλευρά των πολιτών. Ηταν και από την πλευρά των πολιτικών, που στο όνομα του όποιου «κόστους» αρνούνται να συνταχθούν με τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Τελικά είμαστε μια κοινωνία αλλεργική προς τις μεταρρυθμίσεις; Και ποια είναι η ιστορική μας παράδοση στον τομέα αυτόν; Η μεταρρύθμιση είναι πάντοτε εκσυγχρονιστική; Ή είναι μια προσπάθεια προσαρμογής- ακόμη και βίαιης- σε νόρμες και κανόνες ευρωπαϊκούς ή παγκοσμιοποιημένους; Οποια κι αν είναι η απάντηση, σημασία έχει ότι η Ελλάδα θεωρείται ήδη η χώρα της αδύνατης μεταρρύθμισης.

--------
Η αλλεργία και η αλλαγή
Αντώνης Λιάκος

Τον τελευταίο καιρό εξελίσσεται μια συζήτηση η οποία συμπυκνώνεται στο ερώτημα «γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα;». Ωστόσο κάθε συζήτηση έχει τα προαπαιτούμενά της.

Τι εννοούμε λέγοντας «μεταρρυθμίσεις»; Ο όρος είχε συγκεκριμένο νόημα σε συγκεκριμένα κάθε φορά ιστορικά πλαίσια. Ξεκίνησε από τη Μεταρρύθμιση (και την Αντιμεταρρύθμιση) της Δυτικής Εκκλησίας. Η Σοσιαλδημοκρατία τον χρησιμοποιούσε για να περιγράψει, σε αντιδιαστολή με την επανάσταση, τον βαθμιαίο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και στη συνέχεια τη δημιουργία ολοκληρωμένου κράτους πρόνοιας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις τον περασμένο αιώνα τον χρησιμοποιούσαν απέναντι σε χώρες της περιφέρειας τις οποίες δεν είχαν αποικιοποιήσει για να τις ανοίξουν στις ξένες αγορές και επιρροές (π.χ., εξαναγκαστικές μεταρρυθμίσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην Κίνα). Οι δημοτικιστές στην Ελλάδα για να απομακρύνουν τη γλώσσα και το πνεύμα της εκπαίδευσης από την καθαρεύουσα και την αρχαιολατρία. Υπήρξαν επίσης μεγάλες και προγραμματικές αλλαγές οι οποίες δεν ονομάστηκαν μεταρρυθμίσεις, αλλά χρησιμοποίησαν άλλους όρους, λ.χ. «ανόρθωση», «εκδημοκρατισμός», «αλλαγή», «εκσυγχρονισμός». Σήμερα ο όρος συγκρατεί τη σημασία που απέκτησε στη δεκαετία του 1990. Υπό την έμπνευση ενός νέου παραδείγματος (του οποίου πηγή έμπνευσης ήταν ό,τι ονομάστηκε ή κατανοήθηκε ως «νεοφιλελευθερισμός») επιχειρήθηκε ο περιορισμός του κράτους και η ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οταν αυτό το παράδειγμα σκέψης γενικεύθηκε και υιοθετήθηκε από διεθνείς οργανισμούς, ονομάστηκε «μεταρρυθμίσεις» και περιβλήθηκε με την πολιτική ουδετερότητα ενός στόχου αξιωματικά αποδεκτού. Π.χ., ούτε το ΠαΣοΚ, ούτε η ΝΔ, ούτε πολλοί απ΄ όσους αρθρογραφούν στις κυριακάτικες εφημερίδες αναρωτιούνται αν είναι καλές ή κακές οι μεταρρυθμίσεις, ποιους ωφελούν, ποιους βλάπτουν, σε ποιο αξιακό σύστημα εγγράφονται, αλλά απλώς ποιος μπορεί, αν μπορεί, να τις εφαρμόσει και γιατί, γενικώς, ατυχούν τα μεταρρυθμιστικά σχέδια. Κατά γενική εκτίμηση, η προηγούμενη εικοσαετία της επέκτασης των αγορών έληξε με την παρούσα οικονομική κρίση. Εληξε όμως μαζί της και το μοντέλο σκέψης που σημασιοδότησε τις μεταρρυθμίσεις; Ισχύουν οι ίδιες προκείμενες; Ή έχουν συμπαρασύρει μαζί τους και τις μεταρρυθμίσεις; Μπορούμε πλέον να θεωρούμε αξιωματικά δεδομένους τους στόχους τους; Η απάντηση έχει να κάνει με ένα συνακόλουθο, αλλά κρίσιμο ερώτημα. Τι μένει από την παγκοσμιοποίηση, και αν μπορούμε να τη σκεφτούμε πέρα από το οικονομικό (αλλά και φιλοσοφικό) μοντέλο της περασμένης εικοσαετίας. Θα έλεγα ότι η οικονομική κρίση δεν ακυρώνει την παγκοσμιοποίηση, ή τουλάχιστον δεν ακυρώνει όλες τις πλευρές της παγκοσμιοποίησης, αλλά μας καλεί να σκεφτούμε την παγκοσμιοποίηση με διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή να μη βλέπουμε μόνο τις ροές του κεφαλαίου και της τεχνολογίας, αλλά και πολλά άλλα πράγματα τα οποία συναρθρώνονται μαζί τους. Να δούμε την παγκοσμιοποίηση όχι ως ιδεολογία, αλλά ως ιστορική φάση.

Ας δούμε το ερώτημα των μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια της νεοελληνικής ιστορίας. Είναι αδικαιολόγητη γενίκευση να πει κανείς ότι δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Αλλωστε δύσκολα μπορεί να ταξινομήσει κανείς χώρες επιρρεπείς και χώρες αλλεργικές στις μεταρρυθμίσεις. Υπάρχουν πεδία και ζητήματα στα οποία γίνονται ευκολότερα μεταρρυθμίσεις και άλλα στα οποία η παράδοση μένει ακλόνητη. Υπάρχουν εποχές που ευνοούν τις μεταρρυθμίσεις και άλλες όχι. Η διασταύρωση των πεδίων και των περιόδων μεταρρυθμίσεων δημιουργεί μια μεγάλη και συχνά απρόβλεπτη ποικιλία που κάνει δύσκολες (αν όχι κινδυνώδεις) τις ταξινομήσεις. Με τον τρόπο αυτόν πρέπει να δούμε και την Ελλάδα. Οταν ο Καποδίστριας ανέλαβε κυβερνήτης, συνήθιζε να λέει ότι η Ελλάδα βρισκόταν σε απόσταση 600 χρόνων από την υπόλοιπη Ευρώπη. Με τα δεδομένα της εποχής εκείνης ανήκε στον Μεσαίωνα. Σήμερα η απόσταση αυτή είναι ασφαλώς πολύ μικρότερη. Πώς καλύφθηκε χωρίς μεταρρυθμίσεις; Από το 1974 είδαμε μια ριζική μεταμόρφωση της Ελλάδας, από μια χώρα πολύ συντηρητική σε μια χώρα με ένα από τα δημοκρατικότερα Συντάγματα και απρόσκοπτη κοινοβουλευτική πορεία, με ένα Οικογενειακό Δίκαιο από τα (συγκριτικά) προοδευτικότερα. Πώς έγιναν αυτά χωρίς μεταρρυθμίσεις; Υπήρξαν τομείς όπου οι μεταρρυθμίσεις καρκινοβατούν; Βεβαίως. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το φορολογικό σύστημα, το Ασφαλιστικό, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, η κρατική γραφειοκρατία και πολλοί τομείς της δημόσιας διοίκησης. Αλλά η διαπίστωση αυτή, ότι υπάρχουν τομείς όπου περνούν οι μεταρρυθμίσεις και τομείς όπου δεν περνούν, ότι υπάρχουν εποχές που ευνοούν και εποχές που δυσκολεύουν τις μεταρρυθμίσεις, και ακόμη ότι υπάρχουν μεταρρυθμίσεις και «μεταρρυθμίσεις», θέτουν πολύ διαφορετικά ερωτήματα από αυτά που βάζουν όσοι αρθρογραφούν έχοντας προαποφασίσει γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα.

Για να αποκτήσουν νόημα τα ερωτήματα αυτά, χρειάζεται να περάσουν μέσα από δύο διαδικασίες. Χρειάζεται να δούμε, πρώτον, πώς εννοιολογούν οι άνθρωποι κάθε εποχής τις μεταρρυθμίσεις που θέλουν και τις αλλαγές που τους συμβαίνουν και, δεύτερον, πώς αυτές εντάσσονται στα ιστορικά συμφραζόμενα κάθε εποχής. Συχνά οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι καν εσωτερική υπόθεση μιας χώρας. Μερικές φορές τής επιβάλλονται χωρίς περιστροφές από τις ηγεμονεύουσες δυνάμεις, άλλες φορές αποτελούν καρπό εσωτερικό ωριμάνσεων και οικεία ανταπόκριση σε εξωτερικά ερεθίσματα. Οι μεταρρυθμίσεις είναι επομένως ένα δια-εθνικό εκκρεμές που ταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθυμία και στον καταναγκασμό, ανάμεσα στην εθνική ιστορία και στη συλλογική εξέλιξη του κόσμου. Τις νοοτροπίες που βλέπουν την Ελλάδα αφενός ως εξαίρεση και κακέκτυπο ενός καλοτακτοποιημένου δυτικού κόσμου, ή, αφετέρου, ως το γαλατικό χωριό που αντιστέκεται ανά τους αιώνες πρέπει να τις αφήσουμε πίσω μας. Σήμερα υπάρχει μια βαθιά οικονομική κρίση που δεν ξέρουμε πόσο θα διαρκέσει, πόσο θα μας πονέσει και πού θα βγάλει, έχουμε μια κυβέρνηση η οποία από ιδιοτέλεια ή ανικανότητα δεν μπορεί να τη διαχειριστεί, και μια ευρωπαϊκή ηγεσία με τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια μυαλά της προηγούμενης περιόδου. Προτού αναρωτηθούμε «γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα», ας δούμε τι είδους μεταρρυθμίσεις θέλουμε, ποιο θα είναι το υποκείμενο των μεταρρυθμίσεων και πώς θα εξασφαλίσει συναίνεση σε μια κοινωνία με βαθιές ρωγμές και διαφορετικά καθεστώτα διαβίωσης. Ποιος θα πάρει την πρωτοβουλία να θέσει στην πολιτική ατζέντα μια συζήτηση αυτού του τύπου;

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

-------

Το πρόγραμμα και η βούληση
Δημήτρης Σωτηρόπουλος

Είναι κοινό μυστικό ότι στα συρτάρια των κυβερνητικών γραφείων υπάρχουν έτοιμα σχέδια μεταρρυθμίσεων. Ανέκαθεν υπήρχαν τέτοια σχέδια: κάποιος αρμόδιος, χωρίς σαφή στόχο, τα παρήγγειλε και μετά τα αγνόησε. Τα περισσότερα από αυτά δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα, καθώς έλειπε η σχετική πολιτική βούληση. Αλλοτε συνέβαινε το αντίστροφο, δηλαδή υπήρχε πολιτική βούληση για αλλαγή, χωρίς να συνοδεύεται από πρόγραμμα και σχέδιο πραγμάτωσής της. Το αποτέλεσμα ήταν να ψηφίζονται νόμοι η εφαρμογή των οποίων ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Συνεπώς, μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα είναι ότι είτε η μεταρρύθμιση γίνεται «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» είτε το πρόγραμμα δεν συνοδεύεται από την απαραίτητη πολιτική βούληση.

Το ασύμπτωτο βούλησης και προγράμματος αποδίδεται συχνά στον φόβο του πολιτικού κόστους, δηλαδή στη σκέψη ότι οι μεταρρυθμιστές θα ηττηθούν στις επόμενες εκλογές επειδή θα έχουν θίξει ορισμένες κατηγορίες ψηφοφόρων. Ο φόβος αυτός δεν αρκεί για να εξηγήσει την ποικιλία των αποτυχημένων μεταρρυθμίσεων. Πρώτον, σε ορισμένες περιπτώσεις ευτυχώς δεν επιχειρούνται ή αποσύρονται μεταρρυθμίσεις ή σωστά δίνονται μάχες ώστε αυτές να μην υλοποιηθούν. Από τυπική άποψη, μεταρρύθμιση θα συνιστούσε στην περίπτωση αυτή και νομοθεσία που θα αύξανε, π.χ., την εργασιακή ανασφάλεια των εργαζομένων χωρίς κάποιο δίχτυ προστασίας τους. Ωστε κάθε μεταρρύθμιση δεν είναι πάντοτε ευκταία.

Δεύτερον, ο φόβος του πολιτικού κόστους δεν εξηγεί γιατί μια μεταρρύθμιση που φαινόταν αδύνατη σε μια περίοδο αντιμετωπίζεται ως εύλογη σε μιαν άλλη. Η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη δεκαετία του 1970 έγινε ευκολότερα από ό,τι προμήνυαν οι πολυετείς διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα. Αρα, αναζητεί κανείς σε κάθε εποχή την ηγεμονία των ιδεών στο πλαίσιο των οποίων τόσο ο εν λόγω φόβος όσο και οι αντιστάσεις κάμπτονται.

Για πολλούς αναλυτές η απάντηση στο ερώτημα «γιατί δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις» βρίσκεται στην αντίσταση ισχυρών φορέων («παικτών αρνησικυρίας») οι οποίοι έχουν την πολιτική δύναμη να «βάλουν βέτο» στις μεταρρυθμίσεις. Η άποψη αυτή είναι σωστή, αλλά εστιάζει κυρίως σε ορθολογικούς υπολογισμούς στο παιχνίδι μεταξύ μεταρρυθμιστών και αντιμεταρρυθμιστών. Ετσι, ξεχνά το βάρος των ιστορικών παραδόσεων, οι οποίες δεσμεύουν όσους επιχειρούν μεταρρυθμίσεις. Τέτοιες δεσμεύσεις είναι ορισμένες ρυθμίσεις που έχουν λάβει συνταγματική ισχύ και άρα δεν τροποποιούνται με απλό νόμο ή προγενέστερες επιλογές που αναπαράγονται διαχρονικά περιορίζοντας το «παράδειγμα πολιτικής» μέσα στο οποίο λειτουργούν περιοριστικά και οι πιο τολμηροί από τους μεταρρυθμιστές... Είναι προφανές, π.χ., ότι όταν δύο γειτονικές χώρες έχουν τεταμένες σχέσεις και επί δεκαετίες συντηρούν πολεμικές μηχανές δυσανάλογες προς τις οικονομικές τους δυνατότητες, οι διογκούμενοι δημοσιονομικοί περιορισμοί δεν αφήνουν περιθώρια για μεταρρυθμίσεις που κοστίζουν σε χρήμα. Οπότε, η άποψη ότι δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις επειδή δεν υπάρχουν χρήματα αποκαλύπτει περισσότερα πράγματα για τις επιλογές του παρελθόντος παρά για τις μεταρρυθμιστικές αποτυχίες του παρόντος. Στο δικό μας σύστημα σταθερή προτεραιότητα ήταν και είναι οι προσλήψεις προσωπικού χωρίς κατάλληλες δεξιότητες, αδιαφορώντας για το ότι κάποτε οι παλιές προτεραιότητες εγκλωβίζουν τις καινούργιες. Με άλλα λόγια, οι αμαρτίες των γονιών παιδεύουν τα παιδιά τους, καθώς τα τελευταία δεν μπορούν να υπερβούν την κατάσταση που οι γονείς τους είχαν δημιουργήσει για λόγους που συχνά δεν ισχύουν πια. Εν τέλει, η μεταρρύθμιση έχει να υπερβεί τόσο το παρόν όσο και το παρελθόν.

Ο κ. Δημήτρης Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

--------

Η στασιμότητα και η υποχώρηση
Στάθης Καλύβας

Η περιγραφή της Ελλάδας ως μιας ιδιαίτερα δυσλειτουργικής χώρας, με αναποτελεσματικό κράτος και αναξιόπιστη πολιτική ελίτ («η μόνη αφρικανική χώρα με λευκούς κατοίκους», σύμφωνα με τον σχετικό αφορισμό) είναι τόσο κοινότοπη και διαδεδομένη ώστε να θεωρείται αυταπόδεικτη. Θεωρείται, επομένως, αυτονόητο ότι οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας είναι καταδικασμένες σε αέναη αποτυχία: «Αυτή είναι η Ελλάδα!» είχε αναφωνήσει ο Κώστας Σημίτης.

Μια οπτική μεγαλύτερης διάρκειας όμως οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα: η Ελλάδα αποδείχθηκε ιδιαίτερα γόνιμος τόπος για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων. Υπήρξε πρωτοπόρα στην οικοδόμηση ενός εθνικού κράτους στις αρχές του 19ου αιώνα, στη θεμελίωση δημοκρατικών θεσμών στα μέσα του ίδιου αιώνα και στο ξεπέρασμα της οικονομικής υπανάπτυξης στα μέσα του 20ού αιώνα. Την τελευταία τριακονταετία, με την είσοδό της αρχικά στην ΕΟΚ και αργότερα στην ΟΝΕ, η Ελλάδα πραγματοποίησε ένα εντυπωσιακό άλμα. Μέσα σε πολύ μικρό διάστημα μετετράπη από χώρα παραγωγής μεταναστών σε προορισμό τους. Στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου είναι πλέον μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα, μέλος της μικρής, προνομιακής λέσχης των πλούσιων εθνών.

Πώς συμβιβάζονται οι δύο αυτές αντιφατικές εικόνες; Ενα σχήμα που συνδυάζει τα μεγάλα άλματα με τις μεταρρυθμιστικές αποτυχίες θα εστίαζε στο γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη στη χώρα μας τείνει να προηγείται των θεσμικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών. Ενδεχομένως μάλιστα η καχεκτικότητα των θεσμών να οφείλεται στην ταχύτητα και στο μέγεθος των οικονομικών αλλαγών.

Μπορεί κανείς να εντοπίσει τρεις λογικές μεταρρυθμιστικής αποτυχίας, όπως προέκυψε μέσα από τον γόνιμο επιστημονικό προβληματισμό που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο σχετικού συνεδρίου που διοργάνωσε το Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του Υale στις 8 και 9 Μαΐου.

Ο πρώτος λόγος αποτυχίας εντοπίζεται στον ελλιπή σχεδιασμό και στην κακή εκτέλεση ορισμένων μεταρρυθμίσεων. Το πρόβλημα είναι εν μέρει τεχνικό και αφορά παράγοντες όπως η οργάνωση και το στελεχικό δυναμικό των κρατικών υπηρεσιών, η έλλειψη τεχνοκρατών και εμπειρογνωμόνων, η υποχρηματοδότηση, η προχειρότητα, η υπερβολική φιλοδοξία, ο φορμαλισμός και η απουσία πρακτικού πνεύματος. Πρόκειται όμως και για πολιτικό πρόβλημα, στον βαθμό που η οργανωτική καχεξία του κράτους δεν είναι βέβαια άσχετη από τις μυωπικές και πελατειακές πρακτικές των κομμάτων.

Δεύτερον, αρκετές μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν γιατί συναντούν τη λυσσαλέα αντίδραση μικρών μεν αλλά καλά οργανωμένων ομάδων που επιθυμούν να διαφυλάξουν κεκτημένα προνόμια. Οι ομάδες αυτές είναι παρούσες σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την εγγύτητα στο κράτος. Στον βαθμό όμως που η πλειοψηφία των πολιτών επιθυμεί τη μεταρρύθμιση, το εκάστοτε κυβερνών κόμμα διαθέτει τη δυνατότητα σχηματισμού και κινητοποίησης μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας εναντίον των ομάδων αυτών, κάτι βέβαια που απαιτεί μια πολιτική ηγεσία η οποία να διακρίνεται για το πολιτικό της όραμα.

Τέλος, αρκετές μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν όχι γιατί συναντούν την αντίδραση καλά οργανωμένων μειοψηφιών, αλλά γιατί προσκρούουν στην επιθυμία της πλειοψηφίας των πολιτών. Μολονότι δεν παύουν να διαμαρτύρονται για τα «κακώς κείμενα», οι πλειοψηφίες αυτές αρνούνται να αναλάβουν την ευθύνη των επιλογών τους, ή ακόμη και να αντιληφθούν ποιες είναι αυτές, κυρώνοντας τους πολιτικούς εκείνους που τολμούν να κινηθούν εναντίον της. Η αυθαίρετη δόμηση και η καταστροφή του περιβάλλοντος είναι ένα μόνο από τα πολλά σχετικά παραδείγματα. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι οι πιθανότητες επιτυχίας των μεταρρυθμίσεων είναι ιδιαίτερα περιορισμένες. Στον βαθμό μάλιστα που τα οικονομικά άλματα του πρόσφατου παρελθόντος έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας γενικευμένης αίσθησης χαλαρότητας και υπεροψίας, ο κίνδυνος να οδηγήσει η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων σε στασιμότητα, ή ακόμη και σε σημαντική υποχώρηση, αυξάνεται ανησυχητικά.

Ο κ. Στάθης Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Υale.

---------

Τρεις τρόποι καταπολέμησης της διαφθοράς
Νίκος Μουζέλης

Τα πρόσφατα σκάνδαλα (Βατοπαίδι, Siemens, υπόθεση Παυλίδη κτλ.) φέρνουν πάλι στο προσκήνιο το θέμα της διαφθοράς. Οπως επεσήμαναν οι περισσότεροι αναλυτές στις «Νέες Εποχές» («Το Βήμα της Κυριακής», 3.5.2009), και τα ΜΜΕ και ο πολιτικός κόσμος ασχολούνται συνεχώς με τα σκάνδαλα- σε βαθμό που άλλα σημαντικά προβλήματα όπως η ανεργία, η κρίση στην Παιδεία και στην Υγεία, η επιδείνωση της διεθνούς θέσης της χώρας κτλ. μπαίνουν στο περιθώριο. Το περίεργο είναι ότι, παρά τη συνεχή ενασχόληση με τα σκάνδαλα, δεν υπάρχει σοβαρός προβληματισμός για τους τρόπους άμβλυνσης του φαινομένου. Π.χ., δεν βλέπει κανείς στα κομματικά προγράμματα προτάσεις για συγκεκριμένα μέτρα που στοχεύουν στην πάταξη της διαφθοράς.

▅ Τρεις προσεγγίσεις

Πώς εξηγείται αυτή η παντελής έλλειψη συστηματικής προσπάθειας για την αντιμετώπιση του προβλήματος; Νομίζω ότι αυτή η αδιαφορία οφείλεται στους τρόπους με τους οποίους εξηγείται το πρόβλημα. Τρεις είναι οι σχετικές προσεγγίσεις:

* Ηθικολογία: σε αυτή την περίπτωση το όλο ζήτημα ανάγεται, κυρίως από τους πολιτικούς, σε ένα θέμα προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης. Ετσι η κάθε αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για το χαμηλό ηθικό ποιόν των στελεχών της και υπόσχεται πως όταν πάρει την εξουσία θα δείξει «μηδενική ανοχή», θα πατάξει μια για πάντα την παθολογία της παράνομης συναλλαγής, της μίζας και του λαδώματος. Η κυβέρνηση, από την άλλη μεριά, διατείνεται πως τα φαινόμενα της διαφθοράς ήταν πολύ εντονότερα όταν η αντιπολίτευση κυβερνούσε. Από τη στιγμή βέβαια που το θέμα τίθεται μανιχαϊστικά με όρους καλού/κακού, η μη συγκυριακή, δομική διάσταση του προβλήματος εξαφανίζεται. Με αυτόν τον τρόπο βέβαια η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου δεν είναι εφικτή.

* Ιδεολογία: στον χώρο της Αριστεράς οι διάφοροι αναλυτές συνδέουν τη διαφθορά με το καπιταλιστικό σύστημα, αφού το μεγάλο κεφάλαιο έχει τη δυνατότητα εξαγοράς πολιτικού κεφαλαίου ως μέσου νομιμοποίησης/εμπέδωσης της κυριαρχίας του.

* Φαταλισμός: κατ΄ αυτή την άποψη η διαφθορά είναι συστατικό στοιχείο της πολιτικής μας κουλτούρας. Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες που εμπλέκονται. Ολοι μας συμμετέχουμε στην αναπαραγωγή του προβλήματος όταν δεν ζητάμε από τον υδραυλικό ή τον γιατρό απόδειξη, όταν δεν δηλώνουμε στην Εφορία την αληθινή αξία του ακινήτου που αγοράσαμε, όταν βάζουμε μέσο για να προσληφθεί το παιδί μας στο Δημόσιο κτλ. Ετσι φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι η διαφθορά είναι τόσο διάσπαρτη που τίποτε δεν μπορεί να γίνει αν πρώτα δεν αλλάξει η κοινωνία στο σύνολό της.

Και οι τρεις παραπάνω τοποθετήσεις οδηγούν στην απραξία. Γιατί ούτε είναι δυνατόν οι πολιτικοί να μεταμορφωθούν σε αγίους ούτε ο καπιταλισμός πρόκειται να εξαφανιστεί (τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα) ούτε, τέλος, η ελληνική κουλτούρα πρόκειται να αλλάξει ριζικά στα χρόνια που έρχονται. Παρ΄ όλα αυτά, όμως, υπάρχουν τρόποι όχι εξάλειψης αλλά σημαντικής άμβλυνσης της διαφθοράς. Η βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η προσπάθεια εξεύρεσης λύσεων εκτός του κομματικού χώρου, αφού τα κόμματα αποτελούν μέρος του προβλήματος. Αυτό όμως που μπορούν να κάνουν οι πολιτικοί που θέλουν πραγματικά να αλλάξουν τα πράγματα (και υπάρχουν τέτοιοι σε όλα τα κόμματα) είναι να βοηθήσουν στη δημιουργία ενός συστήματος όπου ένα μέρος της ελεγκτικής εξουσίας θα παραχωρηθεί σε εξωκομματικούς οργανισμούς που θα έχουν μια σχετική αυτονομία και από την κυβέρνηση και από το κομματικοκρατικό σύστημα πιο γενικά.

▅ Ανεξάρτητη αρχή

Συγκεκριμένα ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρείται η πιο πετυχημένη ανεξάρτητη αρχή, μια αρχή που θέτει όρια στην κρατική ασυδοσία. Θα μπορούσε μια παρόμοια αρχή να έχει βασικό σκοπό τη διερεύνηση και τον έλεγχο καταστάσεων όπου η διαφθορά είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Μια τέτοια αρχή, αν έχει ουσιαστική αυτονομία, ικανούς πόρους και εξειδικευμένο προσωπικό, θα μπορούσε να αμβλύνει τη διαφθορά σε μια σειρά χώρουςαπό τα τελωνεία και την Εφορία ως την οικοδομική δραστηριότητα και τα δημόσια έργα.

▅ Εξωτερικοί έλεγχοι

Ενας δεύτερος τρόπος πάταξης της διαφθοράς, κυρίως στον χώρο των δημοσίων έργων, είναι η προσφυγή σε ξένες ελεγκτικές εταιρείες διεθνούς κύρους. Θα δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Πριν από μερικά χρόνια, υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αναθέσει σε ξένη εταιρεία διεθνούς κύρους (ΙSΜΕS, στα ελληνικά ΕΣΠΕΛ: σύμβουλος ποιοτικού ελέγχου έργων) τον δειγματοληπτικό έλεγχο των δημοσίων έργων που γίνονταν στη χώρα μας. Οπως ήταν προβλεπτό, ο ΕΣΠΕΛ διαπίστωσε μια τελείως θλιβερή και απαράδεκτη κατάσταση και σε ό,τι αφορά την κατασκευή των έργων και σε ό,τι αφορά τον τρόπο ελέγχου τους από τις κρατικές επιβλέπουσες αρχές (σε επίπεδο ΥΠΕΧΩΔΕ, νομαρχιών, περιφερειών και δήμων). Οταν έληξε όμως η συμφωνία με τον ΕΣΠΕΛ, ο εξωτερικός έλεγχος σταμάτησε και το κρατικό Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Εργων ανέλαβε ξανά την επιτήρηση- μάλλον τη μη ουσιαστική επιτήρηση.

Νομίζω ότι το παραπάνω παράδειγμα δείχνει πως η λογική της μίζας λειτουργεί πολύ πιο δύσκολα στην περίπτωση ξένων ελεγκτικών εταιρειών, που για να διατηρήσουν το διεθνές κύρος τους είναι αναγκασμένες να δρουν αντικειμενικά / ορθολογικά. Μήπως θα έπρεπε η κυβέρνηση να επιβάλει τη στενή συνεργασία εταιρειών όπως ο ΕΣΠΕΛ με τις τεχνικές διευθύνσεις του Δημοσίου; Μήπως πηγαίνοντας πιο πέρα θα έπρεπε, αντί να γίνεται ο έλεγχος εκ των υστέρων, να ανατεθεί σε ξένους ελεγκτές σε συνεργασία με τους ντόπιους ο συνεχής έλεγχος, από τη στιγμή που γίνεται ένας διαγωνισμός ως την αποπεράτωση των πιο σημαντικών έργων; Μήπως, αφού οι κρατικοί έλεγχοι δεν λειτουργούν, η προσφυγή στη διεθνή αγορά υπηρεσιών ποιοτικού ελέγχου είναι ο μόνος τρόπος να σπάσουν τα κυκλώματα που αυτή τη στιγμή κυριολεκτικά λυμαίνονται τη χώρα;

Βεβαίως υπάρχει το επιχείρημα ότι με μια τέτοια στρατηγική παραδεχόμαστε έμμεσα πως είμαστε ανίκανοι να νοικοκυρέψουμε το ίδιο μας το σπίτι. Αυτό για πολλούς είναι όχι μόνο εξευτελιστικό αλλά και αντιπατριωτικό. Είναι όντως έτσι; Εξαρτάται με το πώς ορίζουμε τον πατριωτισμό. Αν πατριωτικό είναι καθετί που τονώνει τον εθνοκεντρικό ναρκισσισμό μας, τότε η ιδέα ελέγχων από πολυεθνικές εταιρείες είναι σίγουρα βαθιά αντεθνική. Αν, από την άλλη μεριά, θεωρήσουμε πατριωτική κάθε προσπάθεια που οδηγεί στην προκοπή αυτού του τόπου, τότε η συστηματική και ευρεία χρήση ξένων ανεξάρτητων από την κρατική γραφειοκρατία ελεγκτών των δημοσίων έργων είναι ίσως το πιο δημοκρατικό μέτρο που μια κυβέρνηση μπορεί να λάβει σήμερα.

▅ Αυστηροποίηση ποινών

Τέλος, ένας τρίτος τρόπος άμβλυνσης της διαφθοράς είναι οι πιο αυστηρές ποινές. Στις ΗΠΑ πολλοί λίγοι τολμούν να εξαπατήσουν την Εφορία γιατί με συνοπτικές διαδικασίες οι ένοχοι φυλακίζονται. Δεν πιστεύω σε τόσο δρακόντεια μέτρα. Σίγουρα όμως είναι απαράδεκτη η χαλαρότητα που επικρατεί στη χώρα μας. Γιατί εδώ δεν είναι μόνο οι πολιτικοί των οποίων τα σκάνδαλα συστηματικά κουκουλώνονται. Το ίδιο συμβαίνει με όλους αυτούς που συστηματικά επιδίδονται σε παράνομες πρακτικές γνωρίζοντας πολύ καλά πως δεν πρόκειται να τιμωρηθούν. Π.χ., αν μερικοί επώνυμοι μεγαλογιατροί που δεν δίνουν αποδείξεις (πράγμα εξαιρετικά σύνηθες) τιμωρούνταν όχι μόνο με πρόστιμα αλλά και με την εκτεταμένη δημοσιοποίηση των πράξεών τους, τα έσοδα της Εφορίας στον χώρο των ελευθέρων επαγγελμάτων θα πολλαπλασιάζονταν.

Συμπερασματικά, πέρα από μακροχρόνιες στρατηγικές (όπως η σχετική παιδεία των νέων), υπάρχουν πιο άμεσοι, βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι τρόποι καταπολέμησης της διαφθοράς. Αυτό που δεν υπάρχει, για τη στιγμή τουλάχιστον, είναι η πολιτική βούληση πάταξης του φαινομένου.

Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην LSΕ.

Bookmark and Share

0 σχόλια:

Πτολεμαΐδα ptolemaida πτολεμαιδα Κοζάνη kozani kailaria blogspot blogs

ptolemaida.gr ΔΗΜΟΣ ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑΣ PTOLEMAIDA DIMOS, eordea eordaia kailaria kailar Δήμαρχος ptolemaida dhmos ptolemaidos Κοζανη Κοζάνη ΚΟΖΑΝΗ kozani κοζανη κοζανι kozanh Πτολεμαΐδα ειδήσεις
ptolemaida πτολεμαιδα